- διαλυτός
- -ή, -όαυτός που είναι δυνατόν να διαλυθεί: Η ζάχαρη είναι στοιχείο διαλυτό στο νερό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διάλυτος — διάλυτος, ον (Α) [διαλύω] 1. ο διαλυμένος 2. ο χαλαρωμένος, ο μαλθακός 3. ο διαλυτός* … Dictionary of Greek
διαλυτός — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάλυτος — relaxed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλυτός — ή, ό (AM διαλυτός, ή, όν) [διαλύω] 1. αυτός που επιδέχεται διάλυση, που μπορεί να διαλυθεί 2. αυτός που επιδέχεται τήξη ή αποσύνθεση 3. χημ. ο ικανός να διαλυθεί σε υγρό (π.χ. αλάτι ή ζάχαρη μέσα στο νερό) … Dictionary of Greek
διαλυτόν — διαλυτός masc/fem acc sg διαλυτός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάλυτον — διάλυτος relaxed masc/fem acc sg διάλυτος relaxed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλυτῷ — διαλυτός masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλύτοις — διάλυτος relaxed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλύτοισιν — διάλυτος relaxed masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλύτῳ — διάλυτος relaxed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)